Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Η πανωλεθρία της Β' Σταυροφορίας


Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Η κομητεία της Εδέσσης ήταν το πρωτότοκο από τα Σταυροφορικά Κράτη και έμελε να είναι και το πρώτο θύμα της μουσουλμανικής αντεπιθέσεως.  Το 1144 ο Εμαδεντίν Ζεγκί, εμίρης της Μοσούλης και της Συρίας, κατέλαβε την πόλη και προχώρησε στη σφαγή των Λατίνων χριστιανών κατοίκων της.  Η είδηση προκάλεσε τρόμο και αγανάκτηση στην Ευρώπη, με τον πάπα Ευγένιο Γ’ να κηρύττει την έναρξη μίας νέας Σταυροφορίας.  Πνευματικός πατέρας της αναδείχθηκε ο (μετέπειτα άγιος) Βερνάρδος του Κλαιρβώ, του οποίου οι πύρινοι λόγοι συγκινούσαν χιλιάδες, από τους πλέον ασήμους ως τους ισχυροτέρους.  Στην κλήση του ανταποκρίθηκαν οι δύο επιφανέστεροι και ισχυρότεροι βασιλείς της Ευρώπης, ο Κορράδος Γ’ της Γερμανίας και ο Λουδοβίκος Ζ’ της Γαλλίας.  Την υπόθεση της Εδέσσης έκανε πιο επείγουσα η δεύτερη άλωση της από τον Νουρεντίν, γιο του Ζεγκί, καθώς οι σταυροφόροι την είχαν πρόσκαιρα ανακτήσει.  Ο εμίρης ισοπέδωσε την πόλη και εξολόθρευσε ολόκληρο το χριστιανικό πληθυσμό της, Έλληνες, Συρίους και Αρμενίους (1146).  Το Μάιο του 1147 ο γερμανικός στρατός ξεκίνησε την πορεία του, ακολουθούμενος λίγο αργότερα από τον γαλλικό.


Η έναρξη της σταυροφορίας βρήκε στο βυζαντινό θρόνο τον Μανουήλ Α' (1143-1180), τον μικρότερο γιο του εκλιπόντος Ιωάννου Β'.  Τα προηγούμενα χρόνια οι προσπάθειες του τελευταίου να συνεργαστεί με τα σταυροφορικά κράτη της ανατολής υπήρξαν μάταιες, λόγω του ότι οι Φράγκοι ηγεμονίσκοι δε δέχονταν τη συμπεφωνημένη βυζαντινή ηγεμονία, παρά μόνο υπό την απειλή των όπλων.  Η άνοδος του Μανουήλ όμως εγκαινίασε μία νέα, πιο αισιόδοξη εποχή στενής επαφής της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης με το δυτικό κόσμο και τα μεσανατολικά του παραρτήματα.  Ο Μανουήλ εμπνεόταν απολύτως από το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό ιδεώδες, φιλοδοξώντας να αποκαταστήσει το Βυζάντιο ως κυρίαρχη δύναμη σε όλην τη χριστιανική οικουμένη και να άρει τους φραγμούς με τη Δύση.  Η φιλόδοξη αντίληψη του εαυτού του ως κοσμοκράτορος συνοδευόταν από θαυμασμό για το δυτικό πολιτισμό, τον οποίο ήθελε να ενσωματώσει στο βυζαντινό.  Νυμφεύθηκε δύο δυτικές πριγκίπισσες και γέμισε την ανακτορική αυλή με Φράγκους ευγενείς, ενώ διοργάνωνε και συμμετείχε ενθουσιωδώς σε ιπποτικούς αγώνες.  Αυτή η «λατινομανία» ήταν ολοένα και λιγότερο δημοφιλής στους υπηκόους του, καθώς οι πολιτικές σχέσεις της αυτοκρατορίας με τα δυτικά κράτη θα δοκιμάζονταν ξανά επί της βασιλείας του, η οποία παρά τις προθέσεις του Μανουήλ σηματοδότησε την οριστική πολιτική ρήξη Δυτικής και Ανατολικής Χριστιανοσύνης.

Μόλις τα νέα της καινούριας σταυροφορίας διαδόθηκαν  ο Μανουήλ, τότε εκστρατεύων στη Συρία για τα γνωστά προβλήματα με τη φραγκική Αντιόχεια, ετεπέστρεψε εν τάχει στην Κωνσταντινούπολη, καθώς όχι μόνο δύο μεγάλοι δυτικοί στρατοί άρχισαν να διασχίζουν την επικράτεια του, αλλά και ο Νορμανδός βασιλεύς της Σικελίας, Ρογήρος Β’, εκμεταλλεύτηκε αυτόν τον αντιπερισπασμό για να εξαπολύσει επιδρομές στη νότια Ελλάδα.  Οι νορμανδικές επιθέσεις κατέστρεψαν πολλές πόλεις, με μεγαλύτερη συμφορά την απαγωγή των μεταξουργών των Θηβών και της Κορίνθου, εξέλιξη που έβαλε τέλος στο βυζαντινό μονοπώλιο του μεταξιού.  Τα γερμανικά στρατεύματα πέρασαν μάλλον απείθαρχα τα βυζαντινά εδάφη και οι λεηλασίες τους απαντήθηκαν με ευθείες επιθέσεις από αυτοκρατορικές δυνάμεις.  Σε ένα από αυτά τα επεισόδια, στην Αδριανούπολη, πολέμησε εναντίον των Βυζαντινών ο μέλλων Γερμανός αυτοκράτορας, Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα.  Ο Μανουήλ ήλπιζε να συνεννοηθεί με τον Κορράδο κοινή δράση εναντίον των Νορμανδών επιδρομέων (ο Ρογήρος Β’ ήταν εχθρός αμφοτέρων), είχε δε ετοιμάσει αγορές για την παροχή προμηθειών στο γερμανικό στρατό.  Οι συγκρούσεις όμως, μαζί με την προκλητικότητα του Κορράδου να αποκαλέσει το Μανουήλ «βασιλέα των Ελλήνων» αντί των Ρωμαίων, έδειξαν πως κάθε προοπτική συνεργασίας είχε χαθεί, και οι Βυζαντινοί ζήτησαν από τους Γερμανούς να περάσουν από άλλο λιμάνι, και όχι την Κωνσταντινούπολη, προς την Ασία.  Οι Γερμανοί αρνήθηκαν και έτσι ο αυτοκράτορας ενίσχυσε τις οχυρώσεις της Κωνσταντινουπόλεως και ετοιμάστηκε για πολιορκία.  Η άφιξη των Γερμανών (10 Σεπτεμβρίου) συνοδεύθηκε από νέες λεηλασίες, με αποτέλεσμα οι Βυζαντινοί να παρατάξουν στρατεύματα έξω από τα τείχη.  Η απόπειρα των σταυροφόρων να τους απωθήσουν απέτυχε, οδηγώντας αντιθέτως στη σφαγή τμήματος του στρατού τους.  Ο ταπεινωμένος Κορράδος πέρασε γρήγορα στην Ασία και ακολούθησε τη διαδρομή της Α’ Σταυροφορίας προς το Δορύλαιο.  Εκεί όμως ο γερμανικός στρατός καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από τους Τούρκους (25 Οκτωβρίου), με τον Κορράδο να αποσύρεται πληγωμένος στη Νίκαια.

Η πορεία των Γάλλων υπήρξε πιο ομαλή και συντεταγμένη, με τον Λουδοβίκο να γίνεται δεκτός πανηγυρικά στην Κωνσταντινούπολη και να ορκίζεται πως θα αποδώσει στον Μανουήλ όσα βυζαντινά εδάφη ανακτήσει.  Οι Γάλλοι παρέλαβαν τον Κορράδο και τα υπολείμματα του στρατού του και ακολούθησαν την παραλιακή οδό για την ανατολή.  Νέες λεηλασίες σε αυτοκρατορικά εδάφη εξόργισαν τους Βυζαντινούς, οι οποίοι παρ’ όλα ταύτα ειδοποίησαν τους σταυροφόρους για επερχόμενες τουρκικές επιθέσεις, με αποτέλεσμα ο Λουδοβίκος να νικήσει στην Έφεσο και το Μαίανδρο, συνεχίζοντας προς την Κιλικία.  Ο Κορράδος όμως ασθένησε σοβαρά και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Μανουήλ τον περιποιήθηκε προσωπικά.  Η χειρονομία αυτή, μαζί με τα πάγια βυζαντινά και γερμανικά συμφέροντα για ανάσχεση της νορμανδικής απειλής, βοήθησε σημαντικά στη συμφιλίωση των δύο αυτοκρατοριών και την αναθέρμανση της προτέρας συμμαχίας.

Στην ανατολή, μετά κόπων και απωλειών ο Λουδοβίκος έφθασε στην Αντιόχεια, ενώ αφού ανάρρωσε και ο Κορράδος δια θαλάσσης ταξίδευσε στην Άκκρα και την Ιερουσαλήμ.  Το σταυροφορικό στρατόπεδο ταλαιπωρήθηκε από έντονες διχογνωμίες, πολιτικές μηχανορραφίες, ακόμη και από τη φερόμενη ως εξωσυζυγική σχέση της βασιλίσσης Ελεονόρας της Γαλλίας με το Ραϋμόνδο της Αντιοχείας.  Με στόχο να πιέσουν τους μουσουλμάνους να παραδώσουν την Έδεσσα και εκμεταλλευόμενοι τον εμφύλιο πόλεμο των γιων του Ζεγκί, οι σταυροφόροι πολιόρκησαν τη Δαμασκό (1148).  Μαθαίνοντας πως μία τόσο μεγάλη και συμβολική για το Ισλάμ πόλη απειλείτο, ο Νουρεντίν συνήψε ανακωχή με τον αδελφό του Σαϊφαντίν και έσπευσε να λύσει την πολιορκία.  Οι σταυροφόροι υπεχώρησαν άδοξα, ενώ νέες αποτυχίες για την κατάληψη της Ασκαλώνος στα νότια οδήγησαν στην αναχώρηση του Κορράδου για την Κωνσταντινούπολη.  Τον Απρίλιο του 1149 ο Λουδοβίκος επέστρεψε στη Γαλλία, βάζοντας τέλος στη Β΄ Σταυροφορία.

Η Β’ Σταυροφορία, παρ’ ότι ξεκίνησε με τους καλυτέρους οιωνούς και υπό την καθοδήγηση των μεγαλυτέρων δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων, κατέληξε σε μία επώδυνη και πολυεπίπεδη αποτυχία.  Οι απώλειες, και δη σε εμπειροπολέμους ιππότες, υπήρξαν πολύ μεγάλες.  Γερμανοί και Γάλλοι επέστρεψαν στις πατρίδες τους με ιστορίες προδοσίας του ενός κατά του άλλου και αμφότεροι κατά των Βυζαντινών.  Η πολιτική αναταραχή αποδυνάμωσε σημαντικά τα ήδη εύθραυστα Σταυροφορικά Κράτη.  Μολονότι εν τέλει ο Κορράδος αποκατέστησε τη συμμαχία με τον Μανουήλ, τα γεγονότα της Σταυροφορίας ενίσχυσαν τις υπάρχουσες προκαταλήψεις και την αμοιβαία καχυποψία, ενώ αναζωπυρώθηκε η παλαιά έριδα για το ποιος δικαιούται να φέρει τον τίτλο του αυτοκράτορος των Ρωμαίων.  Η απόπειρα συναδέλφωσης με τη Δύση ναυάγησε πριν καν ξεκινήσει και τα επόμενα 30 χρόνια ο Μανουήλ αφιέρωσε μεγάλο μέρος της δραστηριότητος στα προβλήματα της Εσπερίας.

*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Πόσο ελληνική ήταν η βυζαντινή Μικρά Ασία; Εθνογραφική ανάλυση

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασια...